μεσοδερκής

μεσοδερκής
μεσο-δερκής, ές,
A looking towards the middle: μ. ἀτραπός, = μεσουράνημα, Man.4.583.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεσοδερκής — μεσοδερκής, ές (Α) αυτός ο οποίος βλέπει προς το μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. οξυ δερκής] …   Dictionary of Greek

  • μεσοδερκέα — μεσοδερκής looking towards the middle neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μεσοδερκής looking towards the middle masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”